κύκλος

κύκλος
κύκλος
Grammatical information: m., pl. also τὰ κύκλα (prop. collektiv.; Schwyzer 581, Schw.-Debrunner 37)
Meaning: `circle, ring, wheel', also metaph. of circle-formed objects, e.g. `circular' place, wall round the city' (Il.).
Compounds: Many compp., e.g. κυκλο-τερής `made round, round' (Il.; cf. on τείρω), εὔ-κυκλος `forming a beautiful circle' (Il.); also in hypostases, e.g. ἐγ-κύκλ-ιος `going around in a circle, general' (Att. hell.; on the meaning Koller Glotta 34, 174ff.); on Κύκλ-ωψ s. v.
Derivatives: A. Substant.: 1. diminutiva κυκλ-ίσκος (medic., Ptol.), -ίσκιον (Dsc.). 2. -ίστρια f. `cyclic danceress' (Att. inscr.; after κιθαρίστρια a. o.). 3. κυκλά-μινος f., m. plant-name, `Cyclamen graecum, Lonicera periclymenum' (Thphr., Dsc.), also -αμίς (Orph.), after the circular root-knoll (Strömberg Pflanzennamen 36; formation after σησάμινος a. o.). 4. Κυκλειών, -ῶνος m. month-name (Keos, IVa; after the feast τὰ Κύκλ(ε)ια). 5. Κυκλεύς PN (Ael. ; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 130). -- B. Adject. 1. κυκλάς f. `forming a circle', also Κυκλάδες pl. as GN `circle-islands' (IA.), Lat. LW [loanword] cyclas name of a circular cloth; κυκλιάς f. adjunct of τυρός (AP). - 2. κύκλ-ιος `circular' (Att.). 3. -ικός `circular, belonging to a circle' (Arist.), 4. -όεις (S. in lyr., AP), 5. -ώδης (Hp.) `id.'; 6. κυκλ-ιαῖος `turning in a circle' (Att. inscr.), 7. -ιακός, τὰ κυκλιακά title of a treatise on the circle (late); 8. κυκλατός `shod' of horses (pap. VIp). -- C. Verbs. 1. κυκλέω `turn in a circle, curround' (H 332) with κύκλησις `revolution' (Pl.). 2. κυκλόω `make circular, bend round, surround' (IA.) with -ωμα `rounding, round object, wheel etc.' (E.; cf. Chantraine Formation 184), -ωσις `surrounding' (Th., X.). 3. κυκλεύω `surround, go in a circle', e.g. a water-wheel, `irrigate' (Hp., Str., pap.) with κύκλ-ευμα `water-wheel' , -ευτήριον `id.', -ευτής `watcher of a water-wheel' (pap. 4. κυκλίζω `turn around' (Agatharch.) with -ισμός (Arist.-comm.). 5. κυκλάζει κύκλῳ περιέρχεται. 6. κυκλαίνει στρογγυλοῖ H.
Origin: IE [Indo-European] [639] *kʷe-kʷl-o- `circle'
Etymology: Old name of the wheel, preserved in ceveral languages: Skt. cakrá- m. n., Av. čaxra- m., Germ., e.g. OE hwēol n. (hweowol, hweogol) \> NEngl. wheel, IE *kʷe-kʷl-o- (with intensive reduplication); besides with u-coloured weakening of the reduplicating vowel (because of the labiovelar, Schwyzer 296 a. 423) κύκλος and Toch. A kukāl (B kokale) `wagon'; further the in detail unclear Phryg. κίκλην την ἄρκτον τὸ ἄστρον H., prop. `wagon' (cf. Porzig Gliederung 183; not better Scherer Gestirnnamen 139). An also very old, unreduplicated and full grade formation is represented by OWNo. huĕl (beside hjōl = OE. hwēol), OPr. kelan, IE. *kʷélo-m n. (as ἔργον); with ο-vowel (from the collektive plural kola?; Lidén GHÅ 39: 2, 47 n. 1) OCS kolo, gen. -ese `wheel, wagon'. - At the basis is the verb `turn', s. πέλομαι. Given the further general meaning `wheel' (\> `wagon') one may ask whether κύκλος in the meaning `circle' as apposed to `wheel' is not secondary. An original meaning `turning, turner' is supposed in the Baltic word for `neck; Gm. Hals', e.g. Lith. kãklas (s. Fraenkel Wb. s. v.); but the word is not only semantically, but also formally deviant (IE. *kʷo-kʷl-o- ?) from the wheel-meaning.
Page in Frisk: 2,44-45

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… …   Dictionary of Greek

  • Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… …   Deutsch Wikipedia

  • αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα …   Dictionary of Greek

  • γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… …   Dictionary of Greek

  • εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”